ΤΑΞΙΝΟΜΙΑ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ (ENTITIES)

ΙΕΡΑΡΧΙΚΗ ΣΤΑΘΜΗ ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
A1 Φυσικό Αντικείμενο Ένα αντικείμενο που γίνεται αντιληπτό μέσω της όρασης ή της αφής.
A1.1 Οργανισμός Γενικά, μια ζωντανή οντότητα, συμπεριλαμβανομένων όλων των φυτών και των ζώων.
A1.1.1 Φυτό Ένας οργανισμός του οποίου τα κυτταρικά τοιχώματα είναι από κυτταρίνη και ο οποίος αναπτύσσεται με τη σύνθεση ανόργανων ουσιών και διακρίνεται γενικά από την παρουσία χλωροφύλλης και την αδυναμία της μετακίνησης. Τα μέρη των φυτών περιλαμβάνονται επίσης σε αυτόν το σημασιολογικό τύπο.
A1.1.1.1 Φύκι Ένα κατά βάση υδρόβιο φυτό που περιέχει χλωροφύλλη, το οποίο όμως δε σχηματίζει έμβρυα κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης και στερείται αγγειακού ιστού.
A1.1.2 Μύκητας Ένας ευκαρυωτικός οργανισμός που χαρακτηρίζεται από την απουσία χλωροφύλλης και την παρουσία ενός άκαμπτου κυτταρικού τοιχώματος. Συμπεριλαμβάνονται εδώ οι μυξομύκητες και οι αληθινοί μύκητες (ευμυκόφυτα) όπως οι ζυμομύκητες, η μούχλα (ερυσίβη) και τα μανιτάρια.
A1.1.3 Ιός Ένας οργανισμός που αποτελείται από έναν πυρήνα μονονουκλεϊνικού οξέος, που εσωκλείεται σε μια προστατευτική επικάλυψη πρωτεΐνης. Ένας ιός μπορεί να αναδιπλασιαστεί μόνο μέσα σε ένα ζωντανό κύτταρο ξενιστή. Ένας ιός παρουσιάζει μερικά αλλά όχι όλα από τα συνήθη χαρακτηριστικά των ζωντανών οργανισμών.
A1.1.4 Rickettsia ή Χλαμύδια Ένας ενδιάμεσος οργανισμός στο μέγεθος και την πολυπλοκότητα μεταξύ ενός ιού και ενός βακτηριδίου, που είναι παρασιτικός μέσα στα κύτταρα των εντόμων και των κροτώνων. Συμπεριλαμβάνονται εδώ όλα τα χλαμύδια, αποκαλούμενα επίσης "PLT" για ψιττάκωση.
A1.1.5 Βακτηρίδιο Ένας συνήθως μονοκυτταρικός, προκαρυωτικός μικροοργανισμός.
A1.1.6 Αρχαιοβακτήριο Ένα μέλος μιας από τις τρεις περιοχές της ζωής, που στο παρελθόν ονομαζόταν Αρχαιοβακτήρια και εντασσόταν στην ταξινομική ομάδα των βακτηριδίων, αλλά τώρα θεωρείται χωριστή κατηγορία. Τα αρχαιοβακτήρια χαρακτηρίζονται από την παρουσία του χαρακτηριστικού tRNAs και του ριβοσωματικού RNAs.
A1.1.7 Ζώο Ένας οργανισμός με ευκαρυωτικά κύτταρα που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη σκληρών κυτταρικών τοιχωμάτων, πλαστιδίων (λευκιτών) και φωτοσυνθετικών χρωστικών ουσιών.
A1.1.7.1 Ασπόνδυλο Ένα ζώο που δεν έχει σπονδυλική στήλη.
A1.1.7.2 Σπονδυλωτό Ένα ζώο που έχει σπονδυλική στήλη.
A1.1.7.2.1 Αμφίβιο Ένα ψυχρόαιμο (ποικιλόθερμο) σπονδυλωτό με λείο δέρμα, που εκκολάπτει ως υδρόβια προνύμφη και αναπνέει από τα βράγχια. Όταν ωριμάζει, το αμφίβιο αναπνέει με τους πνεύμονες.
A1.1.7.2.2 Πτηνό Ένα σπονδυλωτό που έχει σταθερή θερμοκρασία σώματος και χαρακτηρίζεται από την παρουσία πτερώματος.
A1.1.7.2.3 Ψάρι Ένα ψυχρόαιμο (ποικιλόθερμο) υδρόβιο σπονδυλωτό που έχει πτερύγια και αναπνέει με βράγχια. Συμπεριλαμβάνονται εδώ τα ψάρια που έχουν είτε οστεώδη σκελετό όπως η πέρκα, είτε χονδρώδη σκελετό (χονδροϊχθύες) όπως ο καρχαρίας, είτε εκείνα που στερούνται γνάθου.
A1.1.7.2.4 Ερπετό Ένα ψυχρόαιμο σπονδυλωτό που επικαλύπτεται εξωτερικά από φολίδες ή από κεράτινα πέταλα. Τα ερπετά αναπνέουν με τη βοήθεια των πνευμόνων και είναι γενικά ωοτόκα.
A1.1.7.2.5 Θηλαστικό Ένα σπονδυλωτό που έχει σταθερή θερμοκρασία σώματος και χαρακτηρίζεται από την παρουσία τριχώματος, μαστικών αδένων και ιδρωτοποιών αδένων.
A1.1.7.2.5.1 Άνθρωπος Σύγχρονο άτομο, το μοναδικό εναπομείναν είδος του γένους Homo.
A1.2 Ανατομική Δομή Ένα φυσιολογικό ή παθολογικό τμήμα της ανατομίας ή της δομικής οργάνωσης ενός οργανισμού.
A1.2.1 Εμβρυϊκή Δομή Μια ανατομική δομή που υφίσταται μόνο πριν από την πλήρη διαμόρφωση ενός οργανισμού.
A1.2.2 Ανατομική Ανωμαλία Μια παθολογική δομή ή μια που είναι ανώμαλη στο μέγεθος ή τη θέση.
A1.2.2.1 Εκ Γενετής Ανωμαλία Μια παθολογική δομή, ή μια που είναι ανώμαλη στο μέγεθος ή τη θέση, που υπάρχει κατά τη γέννηση ή εξελίσσεται στο χρόνο ως αποτέλεσμα μιας ανωμαλίας κατά την εμβρυογένεση.
A1.2.2.2 Επίκτητη Ανωμαλία Παθολογική ή άλλη δομή, που είναι ανώμαλη στο μέγεθος ή τη θέση, που υπάρχει κατά τη γέννηση ή εξελίσσεται στο χρόνο ως αποτέλεσμα μιας ανωμαλίας κατά την εμβρυογένεση.
A1.2.3 Πλήρως Διαμορφωμένη Ανατομική Δομή Μια ανατομική δομή σε έναν πλήρως διαμορφωμένο οργανισμό.
A1.2.3.1 Μέρος Σώματος, Όργανο, ή Τμήμα Οργάνου Τμήμα του σώματος ή τμήμα οργάνου που επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία. Για παράδειγμα η καρδιά είναι ένα όργανο.
A1.2.3.2 Ιστός Μια συσσώρευση από όμοια κύτταρα μαζί με τη μεσοκυττάρια ουσία. Οι ιστοί δεν έχουν συγκεκριμένη θέση σε σύγκριση με τα μέρη του σώματος, τα όργανα ή τα τμήματα οργάνων.
A1.2.3.3 Κύτταρο Η θεμελιώδης δομική και λειτουργική μονάδα των ζωντανών οργανισμών.
A1.2.3.4 Τμήμα Κυττάρου Τμήμα κυττάρου ή της μεσοκυττάριας μήτρας, που είναι γενικά ορατό με φωτο-μικροσκόπηση.
A1.2.3.5 Γονίδιο ή Γονιδίωμα Μια συγκεκριμένη ακολουθία, ή στην περίπτωση του γονιδιώματος η πλήρης ακολουθία, νουκλεοτιδίων κατά μήκος ενός μορίου του DNA ή του RNA (στην περίπτωση μερικών ιών), που αντιπροσωπεύουν τις λειτουργικές μονάδες της κληρονομικότητας.
A1.3 Κατασκευασμένο Αντικείμενο Ένα φυσικό αντικείμενο που το κατασκευάζουν οι άνθρωποι.
A1.3.1 Ιατρική Συσκευή Ένα κατασκευασμένο αντικείμενο που χρησιμοποιείται κυρίως στη διάγνωση, τη θεραπεία, ή την πρόληψη φυσιολογικών ή ανατομικών διαταραχών.
A1.3.1.1 Συσκευή Παροχής Φαρμάκων Μια ιατρική συσκευή που περιέχει ένα κλινικό φάρμακο ή φάρμακα.
A1.3.2 Ερευνητική Συσκευή Ένα κατασκευασμένο αντικείμενο που χρησιμοποιείται κυρίως για τη διεξαγωγή της επιστημονικής έρευνας ή των πειραμάτων.
A1.3.3 Κλινικό Φάρμακο Ένα φαρμακευτικό παρασκεύασμα όπως παράγεται από τον κατασκευαστή. Το όνομά του περιλαμβάνει συνήθως την ουσία, τη δραστικότητα, και τη μορφή του, μπορεί, όμως να περιλαμβάνει μόνο την ουσία και μόνο ένα από τα άλλα δύο στοιχεία.
A1.4 Ουσία Ένα υλικό με πλήρως καθορισμένη ή σε μεγάλο βαθμό καθορισμένη χημική σύνθεση.
A1.4.1 Χημική Ουσία Χημική ουσία ονομάζεται κάθε υλική ουσία που αποτελεί ιδιαίτερο αντικείμενο μελέτης της Χημείας. Απαντάται είτε ως στοιχείο, είτε ως ένωση, είτε ως ένα μείγμα. Χημική ουσία είναι, για παράδειγμα, ο σίδηρος, το αλάτι, η ζάχαρη, το λάδι, η παραφίνη, το οινόπνευμα κτλ.
A1.4.1.1 Λειτουργικά Εξεταζόμενη Χημική Ουσία Μια χημική ουσία που εξετάζεται με βάση τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της ή τις φαρμακολογικές δράσεις της.
A1.4.1.1.1 Φαρμακολογική ουσία Μια ουσία που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ή την πρόληψη των παθολογικών διαταραχών. Εδώ περιλαμβάνονται οι ουσίες που υπάρχουν φυσικά στο σώμα και παρέχονται για θεραπευτικούς σκοπούς.
A1.4.1.1.1.1 Αντιβιοτικό Μια φαρμακολογικά ενεργός ένωση που παράγεται με την ανάπτυξη των μικροοργανισμών που καταστρέφουν ή εμποδίζουν την αύξηση άλλων μικροοργανισμών.
A1.4.1.1.2 Βιοϊατρικό Υλικό ή Οδοντιατρικό Υλικό Μια ουσία που χρησιμοποιείται στη βιοϊατρική ή την οδοντιατρική κυρίως για τις φυσικές της, σε αντιδιαστολή με τις χημικές της ιδιότητες. Εδώ συμπεριλαμβάνονται τα βιοσυμβατά υλικά, οι συνδετικές ύλες οστών, οι ρητίνες, οι οδοντόπαστες κτλ.
A1.4.1.1.3 Βιολογικά Ενεργή Ουσία Μια γενικά ενδογενής ουσία που παράγεται ή που απαιτείται από έναν οργανισμό, και είναι σημαντική λόγω του ρόλου της στη βιολογική λειτουργία του οργανισμού που την παράγει.
A1.4.1.1.3.1 Νευροαντιδραστική ουσία ή Βιογονική Αμίνη Μια ενδογενής ουσία η δράση της οποίας έχει επιπτώσεις ή διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του νευρικού συστήματος. Συμπεριλαμβάνονται εδώ οι κατεχολαμίνες, οι νευρορρυθμιστές κτλ.
A1.4.1.1.3.2 Ορμόνη Ουσία που παράγεται από ενδοκρινή αδένα ή από ειδικό νευρικό κύτταρο του οργανισμού και εκκρίνεται σε πολύ μικρές ποσότητες στην κυκλοφορία του αίματος ή διαχέεται μέσω των κυτταρικών μεμβρανών ρυθμίζοντας τις φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού.
A1.4.1.1.3.3 Ένζυμο Μια σύνθετη χημική ουσία, συνήθως μια πρωτεΐνη, η οποία παράγεται από τα ζωντανά κύτταρα και αποτελεί τον καταλύτη σε ορισμένες βιοχημικές αντιδράσεις. Διακρίνονται έξι κύριοι τύποι ενζύμων: οξειδοαναγωγάσες, τρανσφεράσες, υδρολάσες, λυάσες, ισομεράσες και λιγάσες.
A1.4.1.1.3.4 Βιταμίνη Μια ουσία, συνήθως ένας σύνθετος οργανικός χημικός δεσμός, που υπάρχει στα φυσικά προϊόντα ή κατασκευάζεται συνθετικά, η οποία είναι βασική στη διατροφή του ανθρώπου ή άλλων ζώων. Συμπεριλαμβάνονται εδώ οι πρόδρομοι των βιταμινών και τα συμπληρώματα βιταμινών.
A1.4.1.1.3.5 Ανοσολογικός Παράγοντας Μια βιολογικά ενεργός ουσία η δράση της οποίας έχει επιπτώσεις ή διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του ανοσοσυστήματος.
A1.4.1.1.3.6 Υποδοχέας Ειδικό τμήμα της κυτταρικής μεμβράνης του κυττάρου, στο οποίο προσέρχεται και προσκολλάται μια ουσία, που επιδρά στη λειτουργία του κυττάρου.
A1.4.1.1.4 Δείκτης, Αντιδραστήριο ή Διαγνωστική Συνδρομή Μια ουσία που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για τη χρήση της σε εργαστηριακούς ή διαγνωστικούς ελέγχους ή διαδικασίες που ανιχνεύουν, που μετρούν, που εξετάζουν, ή που αναλύουν άλλες χημικές ουσίες, διεργασίες ή καταστάσεις.
A1.4.1.1.5 Επικίνδυνη Ουσία ή Δηλητηριώδης Ουσία Μια ουσία που προκαλεί ανησυχία λόγω των πιθανώς επικίνδυνων ή τοξικών επιπτώσεών της. Ο τύπος αυτός μπορεί να περιλαμβάνει τα περισσότερα φάρμακα κατάχρησης, καθώς επίσης και τους παραγόντων που απαιτούν ειδικό χειρισμό λόγω της τοξικότητάς τους.
A1.4.1.2 Δομικά Εξεταζόμενη Χημική Ουσία Μια χημική ουσία ή χημικές ουσίες που εξετάζονται με βάση τα δομικά χαρακτηριστικά τους.

Συμπεριλαμβάνονται εδώ έννοιες που μπορούν να σημαίνουν είτε ένα άλας, ένα ιόν, είτε μια ένωση (π.χ. "βρωμικά άλατα" και "βρωμίδια" (βρωμιούχα άλατα).
A1.4.1.2.1 Οργανική Χημική Ουσία Η γενική κατηγορία των ενώσεων του άνθρακα, που βασίζεται συνήθως σε αλυσίδες άνθρακα ή σε δαχτυλίδια άνθρακα, και που περιλαμβάνει επίσης υδρογόνο (υδρογονάνθρακες), με ή χωρίς άζωτο, οξυγόνο, ή άλλα στοιχεία στα οποία η σύνδεση μεταξύ των στοιχείων είναι γενικά ομοιοπολική.
A1.4.1.2.1.5 Νουκλεϊνικό Οξύ, Νουκλεοζίδιο ή Νουκλεοτίδιο Οργανική ένωση που αποτελείται από μικρά μόρια, τα νουκλεοτίδια. Υπάρχει σε δύο τύπους, το δεσοξυριβοζονουκλεϊκό οξύ και το ριβοζονουκλεϊκό οξύ.
A1.4.1.2.1.6 Οργανοφωσφορική Ένωση Κάθε ένωση οργανικού φωσφόρου.
A1.4.1.2.1.7 Αμινοξύ, Πεπτίδιο ή Πρωτεΐνη Αμινοξέα και αλυσίδες των αμινοξέων που συνδέονται με τους συνδέσμους πεπτιδίων.
A1.4.1.2.1.8 Υδατάνθρακας Φυσική οργανική ένωση, που αποτελεί ουσιώδες συστατικό όλων των ζωντανών οργανισμών και η οποία σχηματίζεται από άνθρακα και νερό στα φυτά κατά τη φωτοσύνθεση.
A1.4.1.2.1.9 Λιπίδιο Ουσία αδιάλυτη στο νερό αλλά διαλυτή στο οινόπνευμα και τον αιθέρα, η οποία μαζί με τις πρωτεΐνες και τους υδρογονάνθρακες συνιστά το πρωταρχικό δομικό συστατικό των ζωντανών κυττάρων.
A1.4.1.2.1.9.1 Στεροειδές Μία από τις ομάδες με πολυκυκλικές ενώσεις 17 ατόμου άνθρακα που εμφανίζονται σε φυσικές και συνθετικές μορφές. Συμπεριλαμβάνονται εδώ φυσικά και συνθετικά στεροειδή.
A1.4.1.2.1.9.2 Εικοσανοειδές Ένας οξυγονωμένος μεταβολίτης από πολυακόρεστα 20 οξέα άνθρακα, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων της λιποξυγονάσης και της κυκλοξυγονάσης και τα συνθετικά ανάλογά τους. Περιλαμβάνονται εδώ οι προσταγλανδίνες και οι θρομβοξάνες.
A1.4.1.2.2 Ανόργανη Χημική Ουσία Χημική ουσία που δεν προέρχεται από ζωική ή φυτική ύλη και δεν περιέχει άνθρακα. Ανόργανες χημικές ουσίες είναι, για παράδειγμα, ο σίδηρος, το αλάτι, το ασβέστιο κτλ.
A1.4.1.2.3 Στοιχείο, Ιόν, ή Ισότοπο Καθένα από δύο ή περισσότερα άτομα του ίδιου χημικού στοιχείου, που έχεουν τον ίδιο αριθμό πρωτονίων και και ανάλογη χημική συμπεριφορά, αλλά διαφορετικό αριθμό νετρονίων.
A1.4.2 Σωματική Ουσία Το εξωκυτταρικό υλικό ή τα μείγματα κυττάρων και εξωκυτταρικού υλικού, που παράγεται, εκκρίνεται ή προσαυξάνεται από το σώμα. Συμπεριλαμβάνονται εδώ ουσίες όπως το σάλιο, το οδοντικό σμάλτο, ο ιδρώτας και το γαστρικό οξύ.
A1.4.3 Τροφή Κάθε οργανική ή ανόργανη ουσία, η οποία προσλαμβάνεται από ζωντανό οργανισμό για τη θρέψη, τη συντήρηση και την αύξησή του.
A2 Εννοιολογική οντότητα Μία ευρεία κατηγορία για την ομαδοποίηση των αφηρημένων οντοτήτων ή εννοιών.
A2.1 Ιδέα ή έννοια Μια αφηρημένη έννοια, όπως μια κοινωνική, θρησκευτική ή φιλοσοφική έννοια.
A2.1.1 Χρονική έννοια Μια έννοια που αναφέρεται στο χρόνο ή τη διάρκεια.
A2.1.2 Ποιοτική έννοια Μια έννοια που αποτελεί αξιολόγηση κάποιας ποιότητας παρά μια άμεση μέτρηση.
A2.1.3 Ποσοτική έννοια Μια έννοια που περιλαμβάνει τις διαστάσεις, την ποσότητα ή την ικανότητα κάποιου πράγματος, χρησιμοποιώντας κάποια μονάδα μέτρησης, ή που περιλαμβάνει την ποσοτική σύγκριση οντοτήτων.
A2.1.4 Λειτουργική έννοια Μια έννοια που παρουσιάζει ενδιαφέρον επειδή αναφέρεται στην πραγματοποίηση μιας διεργασίας ή μιας δραστηριότητας.
A2.1.4.1 Συστήματα σώματος Ένα σύμπλεγμα από ανατομικές δομές που εκτελεί μια κοινή λειτουργία.
A2.1.5 Χωρική έννοια Μια θέση, μια περιοχή, ή ένας χώρος, που έχει γενικά καθορισμένα όρια.
A2.1.5.1 Σωματικός χώρος ή Σύνδεσμος Μια περιοχή που εσωκλείεται ή περιβάλλεται από μέρη του σώματος ή από όργανα ή η θέση όπου δύο ανατομικές δομές συναντιούνται ή συνδέονται.
A2.1.5.2 Θέση Σώματος ή Περιοχή Σώματος Μια ζώνη, υποδιαίρεση ή περιοχή του σώματος που οριοθετείται με σκοπό την τοπογραφική περιγραφή.
A2.1.5.3 Μοριακή ακολουθία Έκφραση της χημικής σύστασης των μορίων, από τα οποία αποτελείται χημική ένωση μοριακής κατασκευής.
A2.1.5.3.1 Ακολουθία Νουκλεοτιδίου Η ακολουθία πουρινών και πυριμιδινών στα νουκλεϊνικά οξέα και πολυνουλκελοτίδια. Συμπεριλαμβάνονται εδώ οι πλούσιες περιοχές σε νουκλεοτίδια, η συντηρημένη ακολουθία και η περιοχή του DNA.
A2.1.5.3.2 Ακολουθία Αμινοξέος Η ακολουθία αμινοξέων όπως παρατάσσεται σε αλυσίδες, φύλλα κτλ. μέσα στο πρωτεϊνικό μόριο. Είναι θεμελιώδους σπουδαιότητας για τον καθορισμό της πρωτεϊνικής δομής.
A2.1.5.3.3 Ακολουθία Υδατανθράκων Η ακολουθία υδατανθράκων στους πολυσακχαρίτες, γλυκοπρωτεΐνες, και γλυκολιπίδια.
A2.1.5.4 Γεωγραφική Περιοχή Μια γεωγραφική θέση που έχει γενικά καθορισμένα όρια.
A2.2 Εύρημα Αυτό που ανακαλύπτεται από την άμεση παρατήρηση ή τη μέτρηση των ιδιοτήτων ή της κατάστασης ενός οργανισμού, συμπεριλαμβανομένου του κλινικού ιστορικού του ασθενούς. Το ιστορικό της παρουσίας μιας ασθένειας είναι ένα «εύρημα» και διακρίνεται από την ίδια την ασθένεια.
A2.2.1 Εργαστηριακό Αποτέλεσμα ή Πειραματικό Αποτέλεσμα Η έκβαση μιας συγκεκριμένης δοκιμής για να μετρήσει μια ιδιότητα ή για να καθορίσει την παρουσία, την απουσία, ή το βαθμό μιας κατάστασης.
A2.2.2 Σημάδι ή Σύμπτωμα Η αισθητή εκδήλωση μιας ασθένειας ή μιας κατάστασης με βάση την κλινική αξιολόγηση, ή η εκδήλωση μιας ασθένειας ή μιας κατάστασης που βιώνονται από τον ασθενή και αναφέρονται ως υποκειμενική παρατήρηση.
A2.3 Ιδιότητα Οργανισμού Μια ιδιότητα του οργανισμού ή των μεγαλύτερων συστατικών του.
A2.3.1 Κλινική Ιδιότητα Μια αισθητή ή μετρήσιμη ιδιότητα ή κατάσταση ενός οργανισμού, που παρουσιάζει κλινικό ενδιαφέρον.
A2.4 Πνευματικό Προϊόν Μια εννοιολογική οντότητα ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης προσπάθειας. Οι έννοιες που ορίζονται σε αυτόν τον τύπο αναφέρονται γενικά στις πληροφορίες που δημιουργούνται από τους ανθρώπους για κάποιο σκοπό.
A2.4.1 Ταξινόμηση Ένας όρος ή ένα σύστημα όρων που δείχνουν μια διάταξη με βάση τη διάταξη ή την κατηγορία.
A2.4.2 Κανονισμός ή Nόμος Ένα διανοητικό προϊόν ως αποτέλεσμα νομοθετικής ή ρυθμιστικής δραστηριότητας.
A2.5 Γλώσσα Το σύστημα της επικοινωνίας που χρησιμοποιείται από ένα ορισμένο έθνος ή από τους ανθρώπους του.
A2.6 Επάγγελμα ή Γνωστικός Τομέας Ένα επάγγελμα, ένας ακαδημαϊκός τομέας, ή ένας επιστημονικός κλάδος, ή ένας υποτομέας ενός επαγγέλματος ή μιας επιστήμης.
A2.6.1 Βιοϊατρικό Επάγγελμα ή Βιοϊατρικός Τομέας Ένα επάγγελμα, ένας ακαδημαϊκός τομέας ή ένας επιστημονικός κλάδος, που αφορούν τη βιοϊατρική.
A2.7 Οργάνωση Επίσημα συγκροτημένη ομάδα ατόμων, που συνδέονται με κοινές πεποιθήσεις και επιδιώξεις και αγωνίζονται για την πραγμάτωση των ίδιων στόχων.
A2.7.1 Οργάνωση Ιατρικής Περίθαλψης Μια καθιερωμένη οργάνωση που πραγματοποιεί συγκεκριμένες λειτουργίες σχετικά με την παροχή ιατρικής περίθαλψης ή έρευνας στις βιολογικές επιστήμες.
A2.7.2 Επαγγελματική Ένωση Μια οργάνωση που αποτελεί το σύνδεσμο για εκείνους που έχουν ένα κοινό επάγγελμα ή ανήκουν στον ίδιο επιστημονικό κλάδο.
A2.7.3 Οργάνωση Αυτοβοήθειας ή Οργάνωση Ενίσχυσης Απόρων Μια οργάνωση της οποίας ο σκοπός και η λειτουργία της οποίας είναι να παρασχεθεί βοήθεια στον άπορο ή στην προσφορά οικονομικής ενίσχυσης σε ανθρώπους με παρόμοια προβλήματα.
A2.8 Χαρακτηριστικά Ομάδας Μια εννοιολογική οντότητα που αναφέρεται στη συχνότητα ή την κατανομή ορισμένων χαρακτηριστικών ή φαινομένων σε ορισμένες ομάδες.
A2.9 Ομάδα Μια εννοιολογική οντότητα που αναφέρεται στην ταξινόμηση των ατόμων σύμφωνα με ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά.
A2.9.1 Επαγγελματική Ομάδα Ένα άτομο ή τα άτομα που έχουν ταξινομηθεί με βάση το επάγγελμά τους.
A2.9.2 Πληθυσμιακή Ομάδα Ένα άτομο ή τα άτομα που έχουν ταξινομηθεί με βάση το φύλο, τη φυλετική προέλευση, τη θρησκεία, το βιοτικό επίπεδο, την οικονομική ή κοινωνική θέση τους, ή μερικές άλλες πολιτιστικές ή ιδιότητες συμπεριφοράς.
A2.9.3 Οικογενειακή Ομάδα Ένα άτομο ή τα άτομα που έχουν ταξινομηθεί με βάση τις οικογενειακές σχέσεις ή τη θέση τους στην οικογενειακή μονάδα.
A2.9.4 Ηλικιακή ομάδα Ένα άτομο ή τα άτομα που έχουν ταξινομηθεί με βάση την ηλικία τους.
A2.9.5 Ασθενής ή ομάδα με ειδικές ανάγκες Ένα άτομο ή τα άτομα που έχουν ταξινομηθεί με βάση μια ανικανότητα, μια ασθένεια, μια κατάσταση ή μια θεραπεία.