Μια μακαρονάδα που τελικά δεν πληρώσαμε…. Αλλά την φάγαμε αργά το βράδυ (Οκτώβριος 2020)

Πολύ καιρό ο Μπάμπης μας πρότεινε και μας προέτρεπε να πάμε μια βόλτα στο Σαρωνικό… Τόσοι αγώνες γίνονταν στο κάτω, κάτω… Όποτε μπορέσετε, ελάτε.

Ο καιρός πέρναγε χωρίς αυτό να γίνεται πράξη, αλλά το πλήρωμα του χρόνου ήρθε ένα όμορφο Σ/Κ του Οκτωβρίου του σωτήριου έτους 2020! Ναι καλά ακούσατε… εν μέσω πανδημίας του νέου κορονοϊού (ακόμα δεν είχε πλακώσει το δεύτερο κύμα), και ενώ πολλές αλλαγές είχαν προκύψει στην καθημερινότητά μας, μια Πέμπτη βράδυ, ακούω το κινητό να χτυπάει: πές μου αν θα έρθεις γιατί ετοιμάζω το πλήρωμα. ΝΑΙ ήταν η ξερή απάντησή μου, περισσότερο επειδή εκείνη την ώρα ο γιός μου, μου είχε ανεβάσει την πίεση σε ύψη δυσβάσταχτα….. Την επόμενη μέρα στο γραφείο, πείσαμε και το Γιάννη και έτσι το Σάββατο περίπου στις 9.00 το πρωί, βρίσκομαι στη μηχανή να κατεβαίνω την Βασιλίσσης Σοφίας, προσπαθώντας να θυμηθώ τι ξέχασα…. Και ω του θαύματος βλέπω μπροστά μου τον Παντελή: όχι τον ίδιο τον Παντελή (που είχε πάει καβάλα στη μηχανή, Πάτρα – Ιωάννινα με τη σαγιονάρα, όπως έχει πλέον περάσει στην ιστορία η περιπέτειά του), ήταν όμως ένας άλλος μηχανόβιος, με συνοδηγό, πάνω σε μια BMW GS, που σταμάτησε δίπλα μου σε ένα φανάρι, φορούσε σαγιονάρα! Εκτός των καλοκαιρινών εκδρομών σε νησιά, το θέαμα αυτό, είναι αλήθεια ότι δεν το είχε φανταστεί, στο κέντρο της Αθήνας. Και εκεί που σκεφτόμουνα τι να του πω να τον πειράξω, μια ιδέα πέρασε από το μυαλό μου…. Και αντί να του πω οτιδήποτε, τον παίρνω στο κατόπι…. Και όσο πέρναγε η ώρα, τόσο πιο πολύ σιγουρευόμουν: Πηγαίναμε στο ίδιο μέρος: Μαρίνα Δ’ Καλλιθέας – ήταν ομοιοπαθής. Μπαίνοντας προς την μαρίνα, φορτώνω και το Γιάννη που είχε παρκάρει πάνω από την παραλιακή. Και μπαίνουμε όλοι μαζί μέσα.

Εκεί υπήρχε ένας τελείως διαφορετικός κόσμος. Οργασμός εργασιών…. Άλλος έτρεχε, άλλος έψαχνε το σκάφος, άλλος μετέφερε νερά και φαγητά, άλλος πείραζε το γείτονά του…. Μπερδευτήκαμε στην αρχή, αλλά βρήκαμε με τη δεύτερη το σκάφος, ένα όμορφο και καλοδιατηρημένο ιστιοπλοικό. Χαιρετάμε τον καπετάνιο (Μπάμπη) και τον ύπαρχο (Βασίλη). Εμείς αναλαμβάνουμε το ρόλο του τζόβενου (παιδί για όλες τις δουλειές)…. Και χωρίς … αποζημίωση….

Αφού μας γίνεται μια γρήγορη ξενάγηση στο σκάφος, αρχίζουμε να ετοιμαζόμαστε. Η μηχανή μπαίνει μπροστά, μας εξηγείται η διαδρομή η οποία για σήμερα Σάββατο, περιλαμβάνει τη διαδρομή από την μαρίνα στα νησιά Πλατειά και Μεγ. Λαγούσα (κοντά στην Αίγινα) και επιστροφή στο Φάληρο (περίπου 32 ναυτικά μίλια) – ο υπόλοιπος αγώνας θα γίνει την επόμενη μέρα (Κυριακή). Ο καιρός είναι πανέμορφος και πλέον κατάλληλος για ηλιοθεραπεία και εντελώς ακατάλληλος για ιστιοπλοΐα: κοινώς η θάλασσα είναι λάδι και ο ήλιος υπέρλαμπρος.

Ξεκινάμε σιγά σιγά να βγαίνουμε από τη μαρίνα. Το σκάφος της επιτροπής έχει φύγει ήδη για να οργανώσει τις εκκινήσεις (δύο θα γίνουν για τις δύο κατηγορίες σκαφών). Σιγά σιγά βγαίνουν και τα άλλα σκάφη και αρχίζουν να γυροφέρνουν για να πάρουν θέση. Ο Μπάμπης που ξέρει τους «αντιπάλους» μας, φροντίζει να είναι δίπλα στο «κίτρινο». Δίνεται το τετράλεπτο πριν την εκκίνηση και οι μηχανές σβήνουν. Και εκεί γίνεται ένας μικρός χαμός: αέρας δεν φυσά, παρά μόνο που και πού καμμιά μικρή ριπή και τα πλοία δυσκολεύονται να κάνουν τους ελιγμούς τους. Δίνεται οι εκκίνηση και εμείς μπλέκουμε με 5-6 σκάφη ακόμα και προσπαθούμε να μην συγκρουστούμε. Σπρώχνει ο ένας τον άλλο και επικρατεί ένας μικρός πανικός, με τα σχετικά πειράγματα…. Ευτυχώς μετά από κανα πεντάλεπτο ξεμπλέκουμε και ανοιγόμαστε με μηδενική ταχύτητα στο πέλαγο: έχουμε ανοίξει τη μαΐστρα και τη τζένοα οι οποίες κρέμονται ξεφούσκωτες σαν αποκαμωμένες… 

Ο Μπάμπης δίνει τις προσταγές, ο Βασίλης τα μεταφράζει, εγώ προσπαθώ να θυμηθώ τα νιάτα μου (βλέπετε στην Πάτρα ως φοιτητής είχα πάρει το δίπλωμα του ιστιοπλόου, με τον αξέχαστο τότε Μπαφαλούκο, ενώ πριν από άτι χρόνια, είχαμε κάνει δυο υπέροχα ταξίδια με τον Αντζελο και το Μιχάλη…) και ο Γιάννης προσπαθεί και αυτός να βοηθήσει όπου μπορεί. Όμως ο καιρός δεν βοηθάει, ίσα ίσα που έχει πιάσει ένα ελαφρό αεράκι κόντρα στην πορεία μας και εμείς προσπαθούμε να αποφασίσουμε αν είναι καλύτερα να κατευθυνθούμε προς την Αίγινα, ή προς την Σαλαμίνα. Η απόφαση είναι Σαλαμίνα.. Άλλωστε εκεί πηγαίνει και ο «κίτρινός»…

Και να που βρισκόμαστε πλέον στο ανοιχτό πέλαγος, μετά την πρώτη ώρα της προσαρμογής, όπου πλέον όλα είναι στη θέση τους και εμείς έχουμε χρόνο να παρατηρήσουμε, να συζητήσουμε, να ακούσουμε τη μουσική που παίζει… Αφού βάλουμε για μια ακόμα φορά αντηλιακό, γίνεται και η ερώτηση στον καπετάνιο, που θα μας συντροφεύσει ως αστείο, στο υπόλοιπο του ταξιδιού: “πόση είναι η αποζημίωση για το πλήρωμα;”.

Όμως ξαφνικά ο καιρός αλλάζει και εμείς πρέπει να αλλάξουμε κατεύθυνση: «Το πλήρωμα, ως καλοκουρδισμένο ρολόι, αντιδρά άμεσα στις προσταγές του καπετάνιου και το σκάφος κάνει «τακ» σε ελάχιστο χρόνο…» (έτσι σκεφτότανε και ήλπιζε ο καπετάνιος, αλλά η αλήθεια είναι λίγο διαφορετική… ποιος νοιάζεται όμως με τέτοια άπνοια…).

Εχει πάει μεσημέρι, έχουμε ανταλλάξει πειράγματα σε σχέση με την αποζημίωση, έχουμε βάλει και κάτι στο στόμα μας - μια που μας έπιασε και μια πείνα, αλλά ούτε στην μέση δεν είμαστε από τον πρώτο προορισμό μας: την νήσο «Πλατειά». Ξεκινάει κι ο Μπάμπης την κουβέντα για έναν Κεφαλονίτη εκπαιδευόμενο, που κόντεψε να του έρθει κόλπος όταν εκεί που ήταν να πληρωθούνε, ο Μπάμπης κόντεψε να τον πείσει ότι πρέπει να πληρώσει, ανταπάντησα εγώ με το γνωστό ανέκδοτο με τους παπάδες (συζητούν τρεις παπάδες, ένας από το Αγιο όρος, ένας από την Αθήνα και ένας Κεφαλονίτης για το πως κατανέμουν τα έσοδα των εκκλησιών τους. Λέει ο παπάς από το Αγιο όρος: «Εγώ Πετάω στον αέρα όλα τα νομίσματα και όσα έρθουν κορώνα είναι του Θεού και τα δίνω για τις ανάγκες της εκκλησίας και όσα έρθουν γράμματα είναι δικά μου». Λέει ο Αθηναίος παπάς: «Και εγώ πετάω τα νομίσματα στον αέρα και όσα σταθούν όρθια είναι του Θεού και της εκκλησίας, όσα πέσουν στο πλάι (κορώνα ή γράμματα) είναι σαφώς δικά μου». Και στο τέλος ο Κεφαλονίτης ο παπάς: «Εγώ κύριοι συνάδελφοι κάνω το ίδιο που κάνετε και εσείς με πιο απλές διαδικασίες για να μη χάνουμε και χρόνο. Πετάω στον αέρα όλα τα νομίσματα. Όσα θέλει τα κρατάει ο Θεός και όσα πέσουν κάτω είναι δικά μου!»).

Γελάγαμε όλοι μαζί, αλλά το πλοίο ακίνητο σχεδόν, ανάμεσα σε αγκυροβολημένα φορτηγά και γκαζάδικα.

Κάποια στιγμή είπαμε να σηκώσουμε και μπαλόνι… Τι τα θέλαμε τα μεγαλεία… Τελικά σηκώθηκε αλλά δεν φάνηκε να βοηθάει και πολύ. Με το μπαλόνι μας πέρναγε σας σταματημένο ένα σκάφος με τα πανιά… Τι κάνεις και πας έτσι τον ρωτάει ο καπετάνιος μας…. Φταίει που έχεις πολύ και … γεροδεμένο πλήρωμα, απαντάει αυτός!!!!  Η αλήθεια είναι ότι αυτοί ήταν δύο ενώ εμείς τέσσερεις, σχολιάσαμε εμείς… (για τις κοιλιές μας δεν υπήρξε σχόλιο). Λίγο αργότερα μαζέψαμε και το μπαλόνι.

Ευτυχώς, μας λυπήθηκε ο θεός και πλησιάζοντας την Πλατειά, έπιασε ένα αεράκι 3-4 μποφόρ. Και κει που ξεθαρέψαμε, κοιτάμε μπροστά και λίγο πριν από τη Μεγάλη Λαγούσα, τους βλέπουμε ΟΛΟΥΣ να έχουν σταματήσει! Και λέμε «τι έπαθαν»…. Ότι θα παθαίναμε και μεις σε λίγο: έπεσε πάλι ο αέρας. Και το τρελό είναι ότι μισό μίλι πιο πέρα, βλέπαμε τα πρώτα σκάφη να κουπαστάρουν….. Το ζήσαμε και αυτό. Και καταφέραμε να περάσουμε και τη Λαγούσα. Και από τότε, έπιασε ένας ούριος άνεμος, που μας οδηγούσε πλέον προς τον προορισμό μας (Φάληρο). Με σχεδόν δευτερόπνυμη πλεύση.

Εκεί πράγματι ήταν ωραία. Τα πανιά φουσκωμένα. Αναπτύξαμε μια ταχύτητα 8 με 10 μίλια. Και αρχίσαμε να χαλαρώνουμε… Ήταν και η κούραση, γιατί είχε πιάσει για τα καλά απόγευμα. Περνάγαμε πάλι δίπλα από θεόρατα φορτηγά και πλωτούς γερανούς. Ένα σκάφος είχε ανοίξει και μπαλόνι. Εμείς δεν το ξανατολμήσαμε.

Και σιγά σιγά έπιανε νύχτα. Και ψύχρα μαζί. Βάλαμε τα πουλόβερ και συνεχίσαμε με λιγότερη ζωντάνια πλέον την πλεύση. Όμως το ηλιοβασίλεμα μας αποζημίωσε. Και σιγά σιγά, βλέπαμε να πλησιάζουμε στο Φάληρο.

Το σκοτάδι μας βρήκε να απέχουμε 3-4 μίλια από τον προορισμό μας. Τα φώτα πορείας άναψαν και αρχίσαμε να είμαστε πιο προσεκτικοί. Ο Μπάμπης είχε ήδη κατέβει για λίγο στην κουζίνα και κάτι όμορφο άρχισε να μυρίζει…. Ετοίμασε σάλτσα με τόνο.

Όταν επί τέλους φτάσαμε έξω από τη μαρίνα, εγώ πήγα στην πλώρη να προσέχω την πορεία μας και οι υπόλοιποι άρχισαν τις ετοιμασίες. Δηλώσαμε την ολοκλήρωση του αγώνα και ανάψαμε τη μηχανή. Πότε δέσαμε, πότε μαζέψαμε, πότε βρεθήκαμε να τρώμε την μακαρονάδα (από τις νοστιμότερες…) και να πίνουμε μπύρα δεν το κατάλαβα.

Και τότε μάθαμε, εμείς τους πληρώματος, ποια θα ήταν η αποζημίωσή μας: Μια μακαρονάδα με κόκκινη σάλτσα τόνου και ένα κουτί μπύρα. ΕΚΜΕΤΑΛΕΥΣΗ!

ΥΓ Ευχαριστούμε τον καπετάνιο και τον ύπαρχo για τις όμορφες στιγμές που μας πρόσφεραν!